τσιγάρο på latin

Vi har én oversettelse av τσιγάρο i gresk-latin ordbok med synonymer, definisjoner, eksempler på bruk og uttale.

Annonsering

Synonymer av τσιγάρο

σιγαρέτο

Definisjoner av τσιγάρο

Substantiv

1. καπνός τυλιγμένος με χαρτί σε μορφή λεπτού κυλίνδρου.

Wikipedia sier

  • Το τσιγάρο αποτελείται από μικρά κομμάτια επεξεργασμένου καπνού που είναι τυλιγμένα σε χαρτί. Έχει κυλινδρικό σχήμα και μπορεί να έχει στο ένα του άκρο επιστόμιο με φίλτρο. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 120 χιλιοστά και η διάμετρός του τα 10 χιλιοστά.

Ord som likner på τσιγάρο

Dine siste søk