- Ordbok
-
Gresk-latinel - la
- σφραγίδα
σφραγίδα på latin
Vi har én oversettelse av σφραγίδα i gresk-latin ordbok med synonymer, definisjoner, eksempler på bruk og uttale.
Definisjoner av σφραγίδα
Substantiv |
1. |
αντικείμενο με έκτυπη παράσταση ή/και επιγραφή η οποία μελανώνεται και αποτυπώνεται με πίεση πάνω σε έγγραφο.
|
2. |
αρχαιολογία αντικείμενο με έκτυπη παράσταση που αφήνει το αποτύπωμά της πάνω σε κερί.
|
3. |
το αποτύπωμα που αφήνει το αντικείμενο αυτό, το σφράγισμα.
|
4. |
η ολοφάνερη επίδραση που άσκησε κάποιος σε ένα άτομο, σύνολο, πολιτισμό κλπ.
|
Wikipedia sier
-
Σφραγίδα είναι αποτύπωση, που εκτυπώθηκε, δημιουργήθηκε ανάγλυφα, ή προσαρτήθηκε σε έγγραφο (ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο) με σκοπό να το πιστοποιήσει, αντί ή μαζί με την υπογραφή. Η λέξη επίσης χρησιμοποιείται για να περιγράψει την συσκευή που χρησιμοποιείται για να κατασκευάσει αυτή την αποτύπωση. Η σφραγίδα είναι συσκευή με μία τουλάχιστον ανάγλυφη επιφάνεια, η οποία με την εφαρμογή πίεσης αποτυπώνεται πάνω σε ένα αντικείμενο.